- σουλατσαδόρος
- και σολατσαδόρος, ο, θηλ. σουλατσαδόρισσα, Ν1. αυτός που σουλατσάρει, ο αργόσχολος2. φρ. «είναι τοκιστής και σουλατσαδόρος» — λέγεται για κάποιον που, ενώ είναι άνεργος και άπορος, συμπεριφέρεται σαν να ήταν τοκιστής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sollazzatore (βλ. λ. σουλάτσο)].
Dictionary of Greek. 2013.